μάκρεμα

μάκρεμα
τό
1) удлинение (платья и т. п.); 2) продление; растягивание, затягивание (речи и т. п.); 3) удаление, отдаление; 4) большое расстояние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μάκρεμα" в других словарях:

  • μάκρεμα — το 1. επιμήκυνση: Έδωσα το παλτό μου για μάκρεμα. 2. παράταση: Το μάκρεμα της συζήτησης δεν οδήγησε πουθενά. 3. απομάκρυνση: Δάκρυσα με το μάκρεμα από το νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάκρεμα — το [μακραίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακραίνω, το να αυξάνει κάποιος το μήκος σε κάτι, μήκυνση, επιμήκυνση («το φόρεμα θέλει μάκρεμα») 2. η απομάκρυνση από κάπου, η απόσταση, το μάκρος 3. το να αυξάνει κάποιος τη διάρκεια σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… …   Dictionary of Greek

  • μήκυνση — η (Α μήκυνσις) [μηκύνω] (στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση νεοελλ. η επιμήκυνση, το μάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • επιμήκυνση — η η αύξηση του μήκους, το μάκρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάκρος — το 1. το μήκος: Το μάκρος του φορέματος έφτανε μέχρι το πάτωμα. 2. μάκρεμα, επιμήκυνση: Το σακάκι σου θέλει μάκρος. 3. φρ., «τράβηξε σε μάκρος», παρατάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η διαμάχη τράβηξε σε μάκρος. 4. στον πληθ., μάκρη μεγάλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»